κεφαλαιοκράτης — ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα 1. αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, καπιταλιστής 2. οπαδός τής κεφαλαιοκρατίας, τού κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, τού καπιταλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο… … Dictionary of Greek
καπιταλιστής — ο ο κεφαλαιοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste < capital < ιταλ. capitale (βλ. καπιτάλι)] … Dictionary of Greek
κεφαλαιούχος — ο, η ο κάτοχος κεφαλαίου, ο κεφαλαιοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. διπλωματ ούχος, πολι ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
πλουτοκράτης — ο, θηλ. πλουτοκράτισσα, Ν 1. αυτός που επικρατεί με τον πλούτο, που είναι ισχυρός επειδή διαθέτει περιουσία, κεφαλαιοκράτης 2. αυτός που ανήκει στην τάξη τών πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούτος + κράτης (< κράτος), κατά το αριστο κράτης. Η λ.,… … Dictionary of Greek
σκυλόψαρο — Όνομα με το οποίο αναφέρονται διάφοροι σκουάλοι, και ιδιαίτερα ο σκουάλος ο λευκός (carcharodon carcharias), της οικογένειας των Ισουριδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το σ. αυτό, που απαντιέται αλλά δεν είναι κοινό σε όλες τις θερμές θάλασσες… … Dictionary of Greek
καπιταλιστής — ο θηλ. καπιταλίστρια κεφαλαιοκράτης: Οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα του εργάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουτοκράτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κρατεί, που ισχύει με τον πλούτο, που ανήκει στην τάξη των πλουσίων, ο κεφαλαιοκράτης: Οι πλουτοκράτες δεν κάνουν παραχωρήσεις στα αιτήματα των φτωχών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)